-
1 ἄ-καμπτος
ἄ-καμπτος, ungebeugt, unbiegsam, Hippocr. und Sp.; übertr., Pind. ἄκαμπτος ψυχάν I. 3, 71; βουλαί P. 4, 72; μένος Aesch. Ch. 448; ϑεῶν φρήν Eur. Hipp. 1258; χῶρος ἐνέρων ἄκ. Ant. Sid. 110 ( VII, 467), von wo keiner zurückkehrt; Plut. τὸ ἄκ., Standhaftigkeit, πρὸς τοὺς πόνους Lyc. 11; vgl. Mar. 4 Them. 10. Den comp. ἀκαμπτότερος hat Plat. Tim. 74 b.
-
2 ἶκανός
ἶκανός (ἵκω, ἱκάνω), hinlangend, hinreichend, u. von Menschen, fähig, tüchtig; ἱκανὸς Ἀπόλλων, ᾡ τάδ' ἐκπρᾶξαι μέλει Soph. O. R. 377, er bedarf meiner nicht dazu; τὰ ἀρκοῦνϑ' ἱκανὰ τοῖσι σώφροσι Eur. Phoen. 557; οὐδ' ἦν ἱκανά σοι τὰ Μενέλεω μέλαϑρα Tr. 996; ἱκανοὺς νομίζεις δῆτα ϑανάτους εἴκοσιν Ar. Plut. 483, daß zwanzigfacher Tod hinreichend ist; ἱκανὰ γὰρ τὰ κακά Lys. 1047; ἀνὴρ γνώμην ἱκανός, von ausreichender, tüchtiger Klugheit, Her. 3, 4; ὡς οὐχ ἱκανῆς οὔ. σης τῆς Ἀττικῆς, ἀποικίας ἐξέπεμψαν Thuc. 1, 2; πλοῖα ἱκανὰ ἀριϑμῷ Xen. An. 5, 2, 30; ἱκανὸς εἷς ἄρχων αὐτοῖς Plat. Legg. 764 e; αὐληταὶ ἱκανοὶ ὡς πρὸς τοὺς ἰδιώτας, tüchtige Flötenspieler, Prot. 327 c; ὅσοι εὐφυεῖς καὶ ἱκανοί Rep. II, 365 a; ἱκανὸς ἀμφότερα, in beiden Beziehungen, Conv. 176 e (wie ἱκανὸς τὴν ἰατρικήν Xen. Cyr. 1, 6, 15); ἱκανὸς ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ, erfahren u. alt genug, Rep. V, 467 d ( ἱκανὸς τῷ φρονεῖν Plut. Pyrrh. 41; ἰσχὺν ἱκανὴν ἐπὶ τοὺς πόνους, zu Anstrengungen, für diese ausreichend, Rep. II, 371 e ( πρὸς τὰς ἐντεύξεις Pol. 23, 17, 4; εἴς τι Her. 4, 121; Xen. Hier. 4, 9; κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, von stattlichem Aeußern, Pol. 26, 5, 6); ἡ δημιουργικὴ τέχνη αὐτοῖς πρὸς τροφὴν ἱκανὴ βοηϑὸς ἦν Prot. 322 b; ἱκανόν μοι τεκμήριόν ἐστιν, ὅτι, ein ausreichender Beweis, Gorg. 487 d, wie ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεται, ein gültiges Zeugniß, Conv. 179 b, ἱκανῷ λόγῳ ἀποδείξω Hipp. min. 369 c; öfter mit folgdm inf., ἱκανὸς μακροὺς λόγους καὶ καλοὺς εἰπεῖν, im Stande, geschickt, lange u. schöne Reden zu halten, Prot. 329 b; οὔτε ἱκανὸς ὢν εἷς πᾶσιν ἀγρίοις ἀντέχειν Rep. VI, 496 d; ἡ χώρα ἱκανὴ τρέφειν, kann ernähren, II, 373 d; mit ὥστε, z. B. φύσις ἱκανὴ φύεται ὥστε γνῶναι Legg. IX, 875 a, vgl. Phaedr. 258 b; ἱκανὸς Πολυκράτεα παραστήσασϑαι Her. 3, 45; ἱκανὸς τεκμηριῶσαι Thuc. 1, 9; ἱκανὸς πεῖσαι, ὠφελεῖν, Xen. Cyr. 1, 4, 12. 25; ἱκανοί εἰσι ζημιοῦν, sie haben die Macht zu strafen, Lac. 8, 4; Folgde; ἱκανώτατος εἰπεῖν καὶ πρᾶξαι Lys. 2, 42; ἱκανοὺς ἔσεσϑαι τοῖς Ῥωμαίοις, den Römern gewachsen, Pol. 8, 35, 5; im N. T = würdig; οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς ἵνα μου ὑπὸ τὴν στέγην εἰςέλϑῃς Matth. 8, 8; auch Pol.; πλῆϑος, tüchtig, ansehnlich, 1, 53, 8 u. öfter; φόβος 2, 12, 5; – ἐφ' ἱκανόν, hinreichend, genug, πεῖραν εἰληφώς Pol. 11, 25, 1; D. Sic. 11, 40; ἱκανὸν ποιεῖν, genug thun, D. L. 4, 50; ἱκανὸν λαμβάνειν, Genugthuung empfangen, Act. ap. 17, 9. – Adv. ἱκανῶς, hinlänglich, genug, ἀποδέδεικται, Plat. Prot. 324 d, ἔχειν, hinreichend sein, Thuc. 1, 91; τοῦ βάϑους, tief genug sein, Plat. Theaet. 194 d; ἱκανῶς ἐπιστήμης ἕξει Phil. 62 a; gut sein, Gorg. 486 d u. öfter; eingesehen haben, τοῦτο ὅτι Rep. V, 477 a; γραμμάτων πέρι, ὅτι III, 402 a; zur Genüge haben, Xen. Cyr. 1, 6, 7; πρός τινα, ihm gewachsen sein, 6, 3, 22.
-
3 ἶκανός
ἶκανός, hinlangend, hinreichend, u. von Menschen: fähig, tüchtig; ἱκανὸς Ἀπόλλων, ᾡ τάδ' ἐκπρᾶξαι μέλει, er bedarf meiner nicht dazu; ἱκανοὺς νομίζεις δῆτα ϑανάτους εἴκοσιν, daß zwanzigfacher Tod hinreichend ist; ἀνὴρ γνώμην ἱκανός, von ausreichender, tüchtiger Klugheit; αὐληταὶ ἱκανοὶ ὡς πρὸς τοὺς ἰδιώτας, tüchtige Flötenspieler; ἱκανὸς ἀμφότερα, in beiden Beziehungen; ἱκανὸς ἐμπειρίᾳ καὶ ἡλικίᾳ, erfahren u. alt genug; ἰσχὺν ἱκανὴν ἐπὶ τοὺς πόνους, zu Anstrengungen, für diese ausreichend; κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, von stattlichem Äußeren; ἱκανόν μοι τεκμήριόν ἐστιν, ὅτι, ein ausreichender Beweis; ἱκανὴν μαρτυρίαν παρέχεται, ein gültiges Zeugnis; öfter mit folgdm inf., ἱκανὸς μακροὺς λόγους καὶ καλοὺς εἰπεῖν, im Stande, geschickt, lange u. schöne Reden zu halten; ἡ χώρα ἱκανὴ τρέφειν, kann ernähren; ἱκανοί εἰσι ζημιοῦν, sie haben die Macht zu strafen; ἱκανοὺς ἔσεσϑαι τοῖς Ῥωμαίοις, den Römern gewachsen; im N. T = würdig; πλῆϑος, tüchtig, ansehnlich; ἐφ' ἱκανόν, hinreichend, genug; ἱκανὸν ποιεῖν, genug tun; ἱκανὸν λαμβάνειν, Genugtuung empfangen. Adv. ἱκανῶς, hinlänglich, genug; ἔχειν, hinreichend sein; τοῦ βάϑους, tief genug sein; gut sein; eingesehen haben; zur Genüge haben; πρός τινα, ihm gewachsen sein -
4 ἰδιώτης
ἰδιώτης, ὁ, der Privatmann im Ggstz zum Staatsmanne, ἔτι ἰδιώτῃ ἐόντι Δαρείῳ, als er noch nicht König war, Her. 7, 3, der auch ἰδιωτέων ἀνδρῶν vrbdt, 1, 32; ἄνδρες ἰδιῶται νεωτερίσαι βουλόμενοι τὴν πολιτείαν Thuc. 1, 115; im Ggstz von ἄρχων Plat. Polit. 259 b; μὴ ὅτι ἰδιώτην τινὰ ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα Apol. 40 d; Gegensatz ὁ πολιτευόμενος Dem. 10, 70; τὸ βουλευτήριον μεστὸν ἦν ἰδιωτῶν, die nicht Senatoren waren, 19, 18; der einzelne Mensch im Ggstz des Staates, καὶ ἐὰν ἰδιώτης καλῇ καὶ ἐὰν πόλις Plat. Crat. 385 a, wie Theaet. 168 bl πολλοῦ ἄξιος καὶ πόλει καὶ ἰδιώταις Conv. 185 b, öfter; vgl. Thuc. 4, 2. 1, 124, ταῦτα ξυμφέροντα καὶ πόλεσι καὶ ἰδιώταις εἶναι. – Der gemeine Soldat im Ggstz des Feldherrn, Xen. An. 1, 3, 11. 3, 2, 32; Pol. 3, 60, 3; – der Prosaiker im Ggstz des Dichters, ἐν μέτρῳ ὡς ποιητὴς ἢ ἄνευ μέτρου ὡς ἰδιώτης Plat. Phaedr. 258 d; Conv. 178 b u. öfter; welches eigentlich unter die allgemeine Bdtg zu ziehen, einer der aus Unkunde eine Kunst nicht ausübt, bes. eine solche, die einen größeren Wirkungskreis hat, der nicht ein δημιουργός ist (s. oben dieses Wort), wie ja auch der Dichter genannt wird; ἐὰν μὲν ἰατρὸς ἃν τυγχάνῃ, ἐὰν δὲ ἰδιώτης Plat. Legg. 933 d; τῶν τε δημιουργῶν καὶ ἰδιωτῶν Theag. 124 c; vgl. Soph. 221 c πότερον ἰδιώτην ἤ τινα τέχνην ἔχοντα ϑετέον εἶναι τὸν ἀσπαλιευτήν; mit dem gen., οἱ ἰατρικῆς ἰδιῶται Prot. 345 a, wie Κριτίαν ἴσμεν οὐδενὸς ἰδιώτην εἶναι, ὧν λέγομεν, unerfahren in keinem Punkte, Tim. 20 a; οἱ ἰδιῶται καὶ μηδὲν αὐλήσεως ἐπαΐοντες Prot. 327 c. So auch Thuc., λεγέτω περὶ αὐτοῦ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει καὶ ἰατρὸς καὶ ἰδιώτης, der Nichtarzt, 2, 49; bei Dem. im Ggstz von δεινός, 4, 35; ἐπιτιμῶσι τῶν λόγων τοῖς ὑπὲρ τοὺς ἰδιώτας ἔχουσι καὶ λίαν ἀπηκριβωμένοις Isocr. 4, 11, also im Ggstz des kunstverständigen Redners; καὶ ἄγροικος Luc. Hermot. 81. – Bei Xen. Cyr. 1, 5, 11 ἰδιῶται κατὰ τοὺς πόνους, κατὰ τὸν ὕπνον, die sich nicht körperlich geübt haben, Anstrengungen u. dgl. auszuhalten, wofür er nachher sagt ἀπαίδευτοι, τῶν μεγίστων παιδευμάτων ἀπείρως ἔχουσι, u. sie den ἀσκηταὶ τῶν καλῶν ἔργων entgegenstzt, wie Mem. 3, 7, 7; Hipparch. 8, 1; πρός τινα, Einem gegenüber, ein Laie, Cyr. 1, 5, 11. Und so stehen Arist. Eth. Nic. 3, 11 ἀϑληταί den ἰδιῶται entgegen, u. auch hier fällt wieder ἰδιῶται mit Leuten aus dem gemeinen Volk zusammen, die solche Leibesübungen nicht treiben konnten. – Dah. bei Sp. geradezu ἰδιώτης einer aus dem gemeinen Volke, plebejus, καὶ εὐτελής Hdn. 4, 10, 4. – Bei Ar. Ran. 456, εὐσεβῆ τε διήγομεν τρόπον περί τε ξένους καὶ τοὺς ἰδιώτας, ist es = ἴδιος, die eigenen Bürger, gebraucht, nach dem Schol. für ἰδιωτικός. – Adj. bei Plat. Rep. IX, 578 c, ἰδιώτης βίος, das Leben eines Privatmannes; ὄχλος Plut. Pericl. 12.
-
5 ἰδιώτης
ἰδιώτης, ὁ, der Privatmann im Ggstz zum Staatsmanne, ἔτι ἰδιώτῃ ἐόντι Δαρείῳ, als er noch nicht König war; τὸ βουλευτήριον μεστὸν ἦν ἰδιωτῶν, die nicht Senatoren waren; der einzelne Mensch im Ggstz des Staates. Der gemeine Soldat im Ggstz des Feldherrn; der Prosaiker im Ggstz des Dichters; welches eigentlich unter die allgemeine Bdtg zu ziehen, einer der aus Unkunde eine Kunst nicht ausübt, bes. eine solche, die einen größeren Wirkungskreis hat, der nicht ein δημιουργός ist, wie ja auch der Dichter genannt wird; Κριτίαν ἴσμεν οὐδενὸς ἰδιώτην εἶναι, ὧν λέγομεν, unerfahren in keinem Punkte; ἐπιτιμῶσι τῶν λόγων τοῖς ὑπὲρ τοὺς ἰδιώτας ἔχουσι καὶ λίαν ἀπηκριβωμένοις, also im Ggstz des kunstverständigen Redners; ἰδιῶται κατὰ τοὺς πόνους, κατὰ τὸν ὕπνον, die sich nicht körperlich geübt haben, Anstrengungen u. dgl. auszuhalten; πρός τινα, einem gegenüber, ein Laie; so stehen ἀϑληταί den ἰδιῶται entgegen, u. auch hier fällt wieder ἰδιῶται mit Leuten aus dem gemeinen Volk zusammen, die solche Leibesübungen nicht treiben konnten. Dah. geradezu ἰδιώτης einer aus dem gemeinen Volke, plebejus, καὶ εὐτελής; εὐσεβῆ τε διήγομεν τρόπον περί τε ξένους καὶ τοὺς ἰδιώτας, ist es = ἴδιος, die eigenen Bürger. Adj., ἰδιώτης βίος, das Leben eines Privatmannes -
6 καρτερία
-
7 ἡγεμών
ἡγεμών, όνος, ὁ (ἡγέομαι), eigtl. der Vorangehende, der vorangeht u. dadurch den Weg zeigt u. die Anderen ihm zu folgen veranlaßt, Od. 10, 505; ἡγεμόν' ἐσϑλὸν ὄπασσον, ὅς κέ με κεῖσ' ἀγάγῃ 15, 310; ἐμοὶ γὰρ οὗτος ἡγεμών Soph. Ant. 1001; ποδὸς τυφλοῦ Eur. Phoen. 1610; geradezu Wegweiser, Her. 5, 14; Xen. An. 4, 2, 1; mit dem Zusatz τῆς ὁδοῦ, Eur. Hec. 281; ἡγεμόνες ἐγένοντο τῷ βαρβάρῳ Her. 8, 31; ὁδοῦ λαβεῖν ἡγεμόνα Xen. Mem. 1, 3, 4; τοῦ πλοῦ, der Lootse, Thuc. 7, 50. – Bes. der im Kriege vorangeht, der Führer, Heerführer, Feldherr, Il. 2, 476 u. öfter; Ggstz λαοί, 2, 365, u. πληϑύς, 11, 304; ἵππου μελαίνης ἡγεμὼν τριςμυρίας Aesch. Pers. 307; ἡγεμὼν ὁ πρέσβυς νεῶν Ἀχαϊκῶν Ag. 177; Λάϊός ποϑ' ἡγεμὼν γῆς τῆςδε, der König, Soph. O. R. 103; auch von Wagenlenkern, ἐξ ὁδοῦ μ' ὅ ϑ' ἡγεμὼν αὐτός ϑ' ὁ πρέσβυς ἠλαυνέτην ihd. 804; in Prosa, στρατηγὸς καὶ ἡγεμὼν τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον Her. 7, 158, Heerführer, u. zwar der Oberanführer der gesammten Griechen; τῶν πολέμων 9, 33; ἔχοντες ἡγεμόνας τῶν πάνυ στρατηγῶν Thuc. 8, 89; ὁ μέγας ἡγεμὼν ἐν οὐρανῷ Ζεύς Plat. Phaedr. 246 e; ὧν ὁ Ἔρως ἡμῖν ἡγ. καὶ στρατηγός Conv. 193 b; τῆς πόλεως Alc. 1, 120 a; allgemeiner, der zu Etwas anleitet, dadurch, daß er Etwas zuerst thut, zum Nachthun Veranlassung giebt, καὶ διδάσκαλος Menex. 240 d; Rep. X, 595 c; οὗτοι γὰρ ἡμῖν ὥςπερ πατέρες τῆς σοφίας εἰσὶ καὶ ἡγεμόνες Lys. 214 a; τοὺς ἐμπειρίᾳ τε καὶ ἡλικίᾳ ἱκανοὺς ἡγεμόνας τε καὶ παιδαγωγοὺς εἶναι Rep. V, 467 d; πόνους τοῦ ζῆν ἡδέως ἡγεμόνας νομίζετε Xen. Cyr. 1, 5, 12; ἀχαριστία πρὸς πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡγ. 1, 2, 7; Sp. Auch von Thieren, ἡγεμόνες ἀνϑρηνῶν, μελιττῶν, σφηκῶν, Arist. H. A. 8, 42, die Weiser. – Adjectivisch u. dah. auch im fem. gebraucht, ναῦς ἡγεμών Aesch. Suppl. 703; ἄνδρα ἡγεμόνα Plat. Critia. 118 e; τοῖς περὶ τὰ στήϑη τῆς ψυχῆς ἡγεμόσιν ἕπεσϑαι μέρεσιν Tim. 91 c; πρὸς πρώτην τὴν τῆς ξυμπάσης ἡγεμόνα ἀρετῆς Legg. III, 688 b; δόξα ἀληϑὴς πρὸς ὀρϑότητα πράξεως οὐδὲν χείρων ἡγ. φρονήσεως Men. 97 b; ἀχαριστία μεγίστη ἐπὶ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡγεμών Xen. Cyr. 1, 2, 7; Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. 452. – Nach Poll. 4, 148 eine besondere Klasse der Sklaven, die vorangehen. – In der Metrik heißt so der Pyrrhichius, D. Hal., z. B. C. V. p. 218, Schäf.
-
8 ἐξ-ακοντίζω
ἐξ-ακοντίζω, (einen Wurfspieß heraus) schleudern, τὰ δόρατα, Xen. Hell. 5, 4, 40; δοράτια D. Cass. 47, 43; absolut, ἐπί τινα, Plut. Artax. 9; auch τοῖς δόρασιν, mit den Speeren schleudern, Xen. An. 5, 4, 25 Hell. 4, 6, 11. Auch φάσγανον πρὸς ἧπαρ, hineinstoßen, Eur. Herc. Fur. 1149; ὅσας – χεῖρας ἐξηκόντισα, hastig ausstrecken, I. T. 362; αἳ τῆςδε γῆς – κῶλον ἐξηκόντισαν Bacch. 665, d. i. schnell entfliehen aus diesem Lande; übertr., τί τοὺς Ὀδυσσέως ἐξακοντίζω πόνους Tr. 444, drohend verkünden; πρός τι, darauf erwidern, Suppl. 456; ὅταν γλώσσῃ ματαίους ἐξακοντίζῃ λόγους Men. Stob. fl. 36, 12; komisch πνοήν, vom Dampfe beim Kochen, Antiphan. bei Ath. XIV, 624 a.
-
9 ἐξακοντίζω
ἐξ-ακοντίζω, (einen Wurfspieß heraus) schleudern; τοῖς δόρασιν, mit den Speeren schleudern. Auch φάσγανον πρὸς ἧπαρ, hineinstoßen; ὅσας χεῖρας ἐξηκόντισα, hastig ausstrecken; αἳ τῆςδε γῆς κῶλον ἐξηκόντισαν, schnell entfliehen aus diesem Lande; übertr., τί τοὺς Ὀδυσσέως ἐξακοντίζω πόνους, drohend verkünden; πρός τι, darauf erwidern; komisch πνοήν, vom Dampfe beim Kochen
См. также в других словарях:
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… … Dictionary of Greek
Μπαλζάκ, Ονορέ ντε- — (Honore de Balzac, Τουρ 1799 – Παρίσι 1850). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Ένα τεράστιο σώμα, ένα κεφάλι μεγάλο, πόδια πολύ μικρά, χέρια πολύ κοντά: αυτός ο γιγάντιος και άμορφος άνθρωπος έγραψε, μέσα σε είκοσι χρόνια, κάπου ενενήντα μυθιστορήματα,… … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
ιπποκράτης — I (Κως 460; – Λάρισα 377 π.Χ.). Γιατρός. Θεωρείται ο επιφανέστερος γιατρός της αρχαιότητας, θεμελιωτής της επιστημονικής ιατρικής. Για τη ζωή του πολλά στοιχεία παραμένουν άγνωστα. Ήταν γιος γιατρού, ενώ γιατροί, επίσης φημισμένοι, ήταν οι δύο… … Dictionary of Greek
κατασέρνω — (AM κατασύρω, Μ και κατασύρνω και κατασέρνω) νεοελλ. μσν. κακολογώ, διασύρω, κακογλωσσώ κάποιον μσν. 1. καταντώ, ταπεινώνω κάποιον 2. (σχετικά με τροφή) φέρνω προς τα κάτω, καταπίνω μσν. αρχ. 1. σύρω προς τα κάτω, σέρνω κάποιον στο έδαφος, τραβώ… … Dictionary of Greek
αναισθησία — Κατάργησητης αισθητικότητας και συνεπώς του πόνου. Η ανθρωπότητα άρχισε τον δύσκολο αγώνα εναντίον του σωματικού πόνου εδώ και χιλιάδες χρόνια, από τους αρχαίους Έλληνες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν εκχυλίσματα βοτάνων και δρόγες που έφερναν ύπνο… … Dictionary of Greek